- ανισόπαχος
- -η, -οαυτός του οποίου όλα τα μέρη δεν έχουν το ίδιο πάχος: Η πλάκα του τσιμέντου που είχαν ρίξει σε μερικά σημεία ήταν ανισόπαχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανισοπαχής — ές κ. ανισόπαχος, η, ο (Α ἀνισοπαχής, ές) 1. αυτός που δεν έχει το ίδιο πάχος σε όλο του το μήκος 2. αυτός που δεν έχει το ίδιο πάχος με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek